Κατεβάστε τώρα το application της Offsitenews για Android & για iOS
Group google play
Group app store
mobile app

Πλαίσιο ΟΗΕ, εξελικτική προσέγγιση και αναθεώρηση του ‘60

Της Νάταλι Μιχαηλίδου
- 16.06.2019

Πλαίσιο ΟΗΕ, εξελικτική προσέγγιση και αναθεώρηση του ‘60

Thumbnail
Τρεις διαφορετικές εισηγήσεις για τις συνομιλίες και το Κυπριακό από Π. Πολυβίου, Α. Θεοφάνους και Ν. Κατσουρίδη

Λύση υπό την αιγίδα και στη βάση των αποφάσεων του ΟΗΕ και των αρχών που υιοθετεί η ΕΕ, με στόχο τη δημιουργία ενός κράτους με μία και μόνη κυριαρχία ιθαγένεια και διεθνή προσωπικότητα, θα πρέπει να αποδεκτεί επίσημα η Τουρκία στο τραπέζι των συνομιλιών, υποστήριξε στο πλαίσιο εκδήλωσης στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας με θέμα τις «Διακοινοτικές Συνομιλίες μετά το 1974», ο πρώην κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΑΚΕΛ, Νίκος Κατσουρίδης. Ο νομικός και μέλος της διαπραγματευτικής ομάδας για το Κυπριακό, Πόλυς Πολυβίου, ανέπτυξε εκ νέου τις θέσεις τους για σταδιακή και εξελικτική πορεία προς τη λύση, μέσω ενός Οδικού Χάρτη που περιλαμβάνει ελεγχόμενα βήματα επί του εδάφους. Από την πλευρά του, ο καθηγητής Ανδρέας Θεοφάνους εισηγήθηκε την οικοδόμηση μιας νέας πολιτικής στη βάση μιας εξελικτικής προσέγγισης που θα αποσκοπεί σ’ ένα ιδιότυπο ομοσπονδιακό μοντέλο.

Τρικέφαλο κράτος και χαμένη ευκαιρία

Βάσει της επικαιροποιημένης εισήγησης που κατάθεσε στο συνέδριο «Πολιτική Ιστορία της Κυπριακής Δημοκρατίας μετά το 1974», τον Οκτώβρη του 2018, ανέπτυξε τις θέσεις του ο καθηγητής Ανδρέας Θεοφάνους, ο οποίος αξιολόγησε στο πλαίσιο αυτό τα αποτελέσματα των «ατέρμονων κύκλων διακοινοτικών συνομιλιών υπό την αιγίδα του ΟΗΕ», καθώς και τις προεκτάσεις τους. Επιχειρώντας μια ιστορική αναδρομή στις ενδοκυπριακές συνομιλίες, αναφέρθηκε μεταξύ άλλων στο Σχέδιο Ανάν και διατύπωσε τη θέση ότι μετά το δημοψήφισμα του 2004, «ο Πρόεδρος Τάσσος Παπαδόπουλος και η Κυπριακή Δημοκρατία βρέθηκαν σε δύσκολη θέση, καθώς θεωρήθηκαν υπεύθυνοι για τη μη λύση του Κυπριακού». Έκανε δε λόγο για χαμένη ευκαιρία «για την ελληνοκυπριακή πλευρά να επανατοποθετήσει το Κυπριακό σε μια διαφορετική βάση». Χαρακτήρισε μάλιστα «τραγικό» ότι το επίσημο κράτος, αλλά και το πολιτικό σύστημα «απέτυχαν να αντιτάξουν ένα πειστικό αφήγημα στην τουρκική προπαγάνδα», που προωθήθηκε τότε με επιτυχία σε διάφορα κέντρα αποφάσεων, ότι δηλαδή «οι Ελληνοκύπριοι είναι μαξιμαλιστές και δεν επιθυμούν να μοιρασθούν με τους Τουρκοκύπριους την εξουσία τον πλούτο του νησιού και τα οφέλη της ένταξης στην ΕΕ».  

Ένα από τα πλέον φλέγοντα ζητήματα επί του οποίου οι θέσεις των δύο πλευρών παρουσιάζουν σημαντικές αποκλίσεις, όπως επισημαίνεται στην έκθεση, είναι κατά πόσον το ομοσπονδιακό κράτος θα είναι μετεξέλιξη ή όχι της Κυπριακής Δημοκρατίας. Σε σχέση με την εξωτερική πολιτική, όπως εξηγεί στην εισήγησή του, η ελληνοκυπριακή πλευρά θεωρεί τις σχέσεις με την ΕΕ και τη σύναψη διεθνών συμφωνιών «αναπόσπαστη αρμοδιότητα της ομοσπονδιακής κεντρικής κυβέρνησης», ενώ η τουρκοκυπριακή πλευρά «θεωρεί ότι η σύναψη διεθνών συμφωνιών πρέπει να αποτελεί αρμοδιότητα και των συνιστώντων κρατών», εξηγεί ο κ. Θεοφάνους.

Αποτυχημένη πολιτική

Περισσότερα από 42 χρόνια μετά την πρώτη συμφωνία υψηλού επιπέδου (μεταξύ Μακαρίου – Ντενκτάς στις 12 Φεβρουαρίου 1977) και παρά τις διάφορες πρωτοβουλίες του ΟΗΕ και τις συνεχείς υποχωρήσεις της ελληνοκυπριακής πλευράς, δεν κατέστη δυνατή η διευθέτηση του Κυπριακού, σημειώνει ο Α. Θεοφάνους, προσθέτοντας ότι «δεν είναι υπερβολή να λεχθεί ότι η πολιτική που έχει διαχρονικά ακολουθηθεί απέτυχε».

Υπογραμμίζοντας ότι «ομοσπονδιακά μοντέλα με αποκλειστικούς πυλώνες τα εθνοκοινοτικά κριτήρια δεν έχουν ευοίωνο μέλλον», ο ίδιος εκτιμά ότι «τυχόν υλοποίηση της υφιστάμενης βάσης των συνομιλιών θα νομιμοποιήσει και θα εμβαθύνει τα κατοχικά δεδομένα», παρότι οι υποστηρικτές της ΔΔΟ όπως σήμερα συζητείται θεωρούν ότι δεν υπάρχει εναλλακτική επιλογή. 

Υποστηρίζοντας ότι η βάση των συνομιλιών «παραμερίζει την ΚΔ αντικαθιστώντας την με ένα νέο τρικέφαλο κρατικό μόρφωμα το οποίο κατ’ ουσίαν θα καταστεί προτεκτοράτο της Τουρκίας», ο κ. Θεοφάνους θεωρεί «δύσκολο έως αδύνατο» το ενδεχόμενο να λειτουργήσει στην ευρωζώνη ένα τέτοιο «πολυδάπανο και δυσκίνητο κράτος», παρά τις διάφορες εκτιμήσεις ότι η λύση θα οδηγήσει σε οικονομική έκρηξη. 

Έχοντας κατά νουν τα δημογραφικά δεδομένα, προσθέτει στην εισήγησή του ότι με την υφιστάμενη βάση συνομιλιών «σε περίπτωση λύσης θα επέλθει μια κατάσταση πραγμάτων όπου το ένα συνιστών κράτος θα είναι σχεδόν αμιγώς τουρκικό και το άλλο θα καταστεί πολυεθνικό», ενώ σύμφωνα με τον ίδιο, ελλοχεύει ο κίνδυνος να καταστεί ο κυπριακός Ελληνισμός «μειονότητα στην για αιώνες ελληνική του πατρίδα», καθώς «μια μερίδα νέων Ελληνοκυπρίων, η οποία δεν θα συμμερίζεται το ‘όραμα’ της λύσης θα εγκαταλείψει την Κύπρο».

Κάνοντας λόγο για «τεράστιο χάσμα μεταξύ των δύο πλευρών, αλλά και βαθιές ενδοκοινοτικές διαιρέσεις», ο κ. Θεοφάνους θεωρεί ότι, εκ των πραγμάτων, μια νέα, εξελικτική προσέγγιση ενδεχομένως ν’ αποτελεί στρατηγικό μονόδρομο και απαιτεί «επίμονες προσπάθειες, ολοκληρωμένες προτάσεις για το περιεχόμενο της λύσης, πειστικό αφήγημα και μια πραγματιστική εξωτερική πολιτική». Παράλληλα, υποστηρίζει ότι απαιτείται η συνεχής ενίσχυση της κρατικής υπόστασης της ΚΔ, καθώς και ένα «ολοκληρωμένο αφήγημα για τη δίκαιη υπόθεσή της», που θα αναδείξει την κατοχική διάσταση του Κυπριακού και τις ευθύνες της Τουρκίας. 

Εξελικτική προσέγγιση σε εφτά πυλώνες

Προτείνοντας την οικοδόμηση μιας νέας πολιτικής με στόχο ένα ιδιότυπο ομοσπονδιακό μοντέλο, που θα προκύψει μέσα από την αναθεώρηση του Συντάγματος του 1960, ο Α. Θεοφάνους εισηγείται μία εξελικτική προσέγγιση, βασικοί πυλώνες της οποίας είναι οι εξής:

  • Μετατροπή των περιοχών υπό τουρκοκυπριακή διοίκηση σε περιφέρεια της ΕΕ με εφαρμογή του κοινοτικού κεκτημένου και στο κατεχόμενο βόρειο τμήμα της Κύπρου (δηλαδή, η αναστολή του Πρωτοκόλλου 10). Στις διεργασίες αυτές ρόλο θα έχει και η Κυπριακή Δημοκρατία.
  • Σταδιακή επιστροφή εδαφών υπό ελληνοκυπριακή διοίκηση με προτεραιότητα την περίκλειστη πόλη των Βαρωσίων, σταδιακή εφαρμογή των τεσσάρων βασικών ελευθεριών, καθώς και σταδιακή εφαρμογή των υποχρεώσεων της τουρκοκυπριακής κοινότητας.
  • Ομαλοποίηση των σχέσεων της ΚΔ με την Τουρκία. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο θα ήταν δυνατόν να αντιμετωπισθούν αποτελεσματικά τα ενεργειακά ζητήματα της Αν. Μεσογείου, με τρόπο που να εξυπηρετούνται πολλαπλοί στόχοι.
  • Δημιουργία οδικού χάρτη για τα επόμενα βήματα, καθώς και κατευθυντήριων γραμμών για ένα ομοσπονδιακό πολίτευμα ως αποτέλεσμα σύνθεσης: η ουσία είναι να εμβολιασθεί και να τροποποιηθεί το Σύνταγμα του 1960, που στηρίζεται στη συναινετική δημοκρατίας, με στοιχεία ενός ενοποιητικού ομοσπονδιακού μοντέλου.
  • Είναι σημαντικό να αναλάβει και η ΕΕ τις ευθύνες της στη διαδικασία εναρμόνισης των κατεχόμενων εδαφών της Κύπρου με το κοινοτικό κεκτημένο λαμβάνοντας υπόψιν τη διεθνή νομιμότητα και το αξιακό σύστημα της Ένωσης.
  • Η Τουρκία πρέπει να αναλάβει τις υποχρεώσεις της. Πρώτα ουσιαστικά βήματα πρέπει να είναι ο τερματισμός του εποικισμού και η έναρξη της αποχώρησης των στρατευμάτων κατοχής.
  • Η οποιαδήποτε λύση πρέπει να είναι το προϊόν της ελεύθερης βούλησης των δύο πλευρών στην Κύπρο. Γι’ αυτό η εξελικτική προσέγγιση θα δώσει τον απαιτούμενο χρόνο για τη σταδιακή ενδυνάμωση των σχέσεων μεταξύ των δύο κοινοτήτων και τη σφυρηλάτηση της έννοιας του ενός ενοποιητικού ομοσπονδιακού αδιαίρετου κράτους. Στην περίπτωση που αυτό δεν είναι εφικτό θα πρέπει να αναζητηθούν άλλοι τρόποι που να εξασφαλίσουν την ειρήνη και την ασφάλεια στα πλαίσια της συμμετοχής ολόκληρης της Κύπρου στην ΕΕ, δεδομένο που έχει διασφαλισθεί με την ένταξη το 2004 περιλαμβανομένου και του Πρωτοκόλλου 10.

Οδικός Χάρτης

Εξελικτική, αλλά υπό εντελώς διαφορετικό πρίσμα, και η προσέγγιση του πολύπειρου νομικού Πόλυ Πολυβίου, ο οποίος συμμετέχει στις διαπραγματεύσεις από το 1974 (Διάσκεψη της Γενεύης, υπό τον Γ. Κληρίδη). Ο κ. Πολυβίου ανέπτυξε τις δικές του θέσεις βάσει της πρότασης που έδωσε στη δημοσιότητα τον περασμένο Σεπτέμβρη, υπό τον τίτλο «Το κυπριακό πρόβλημα – Μια άλλη προσέγγιση». Ο επονομαζόμενος «Οδικός Χάρτης» του έγκριτου νομικού περιέχει συγκεκριμένες θεωρητικές προσεγγίσεις, εκ των οποίων οι βασικότερες είναι ότι: (α) το Κυπριακό δεν μπορεί να μείνει ως έχει, (β) θα πρέπει να διαμορφωθεί ικανοποιητική λύση, που να αποκαθιστά την κυριαρχία και ακεραιότητα της Κύπρου, να οδηγεί στην επανένωση και να μη θέτει σε κίνδυνο το μέλλον του κυπριακού Ελληνισμού και (γ) η επιδιωκόμενη λύση θα πρέπει να είναι αποδεκτή από τους εμπλεκομένους και να θεωρείται απ' όλους ως «επιτυχία». Πρόκληση δε, θεωρεί «την κατάληξη σε λύση που να είναι προς το συμφέρον της ελληνοκυπριακής πλευράς, έστω και αν είναι προς το στρατηγικό συμφέρον της Τουρκίας».

Βήματα επί του εδάφους

Τα στάδια της «σταδιακής και εξελικτικής πορείας προς τη λύση», όπως αποκαλεί ο Π. Πολυβίου τα βήματα που περιλαμβάνονται στον Οδικό Χάρτη είναι, αρχικά, η επιστροφή της Αμμοχώστου, το άνοιγμα του λιμανιού και το άνοιγμα του παράνομου αεροδρομίου στην Τύμβου και, στη συνέχεια, η αποκατάσταση ελεύθερης διακίνησης χωρίς διατυπώσεις, η αποχώρηση 50% του τουρκικού στρατού, η ενδυνάμωση της Ειρηνευτικής Δύναμης των ΗΕ και η δημιουργία ειδικής Αστυνομικής Δύναμης, η εξασφάλιση άδειας για επαγγελματικές συνεργασίες μεταξύ Ε/κ και Τ/κ με την έγκριση της ΕΕ και περαιτέρω εδαφικές αναπροσαρμογές (τ/κ περιοχή 28,6%). Όταν, όπως αναφέρεται στην έκθεση, «η τουρκοκυπριακή περιοχή περιοριστεί στην τελική της έκταση, τότε μπορεί να αρχίσει η εφαρμογή του ευρωπαϊκού κεκτημένου». Σύμφωνα με την εισήγηση, τα προαναφερόμενα βήματα επί του εδάφους πρέπει να προηγηθούν της επανέναρξης της διαπραγμάτευσης.

Σοβαρό δίλημμα για την Κύπρο

Εξηγώντας στην Offsite τις θέσεις του, ο κ. Πολυβίου ανέφερε χαρακτηριστικά ότι  «αν δεν κλείσουμε το Κυπριακό ξεκινώντας από το εδαφικό κι ακολουθώντας μια εξελικτική πορεία, προβλέπω ότι τα εγγόνια μας θα φύγουν από την Κύπρο». Το δίλημμα, κατά τον Π. Πολυβίου, είναι το εξής: «Να μείνει το Κυπριακό ως έχει, να προχωρήσουμε σε μια διευθέτηση που δεν θα είναι βιώσιμη και η οποία θα επιφέρει νέες πληγές και τραύματα και ενδεχομένως το τέλος του κυπριακού Ελληνισμού ή να υπερβούμε εαυτούς και να υιοθετήσουμε, αν χρειάζεται, νέες τακτικές και μεθοδολογίες διαπραγμάτευσης, που είναι αντίθετες με τις δογματικές τοποθετήσεις και τις ‘ιερές αγελάδες’ του παρελθόντος;». Στην  δημοσιευθείσα μελέτη του υποστηρίζει ότι η υφιστάμενη προσέγγιση και μεθοδολογία των διαπραγματεύσεων εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους και θα πρέπει να εγκαταλειφθεί, ξεκαθαρίζοντας παράλληλα ότι η πρότασή του δεν αντίκειται στην έννοια της Ομοσπονδίας όπως αυτή προωθείται. Επιπλέον, χαρακτηρίζει «ιδιαίτερα σοβαρό πρόβλημα» το σύστημα διακυβέρνησης του Ομόσπονδου Κράτους, εξηγώντας ότι η αρχή της «πολιτικής ισότητας», με συνεπακόλουθο την «αποτελεσματική συμμετοχή», με βάση τις συγκλίσεις, είχαν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός εξαιρετικά πολύπλοκου κυβερνητικού μηχανισμού.

Τα οφέλη του Οδικού Χάρτη

Εφαρμόζοντας τα βήματα της εξελικτικής προσέγγισης που προτείνει, ο κ. Πολυβίου σημειώνει ότι προκύπτουν διάφορα οφέλη, όπως η διατήρηση της Κυπριακής Δημοκρατίας, όπως υφίσταται σήμερα, χωρίς την εγκατάλειψη της αποκλειστικής διεθνούς αναγνώρισης που τώρα απολαμβάνει, ακόμα και σε περίπτωση κατάρρευσης της λύσης. Περαιτέρω, αποφεύγεται η δημιουργία ενός μη λειτουργικού και μη βιώσιμου πολιτειακού συστήματος, και εξουδετερώνονται οι κίνδυνοι που θα προκύψουν από την προσπάθεια συνολικής λύσης, που θα εφαρμοστεί άμεσα. Τέλος, δημιουργείται μια τουρκοκυπριακή περιοχή γύρω στο 28.5% - 28.6%, που θα είναι μεν αυτόνομη, αλλά αναπόσπαστο μέρος της Κυπριακής Δημοκρατίας και της ΕΕ.

Θέμα στρατηγικής

Τη διαφωνία του με την πρόταση Πολυβίου κατέθεσε στη δική του τοποθέτηση ο πρώην κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΑΚΕΛ, Νίκος Κατσουρίδης γιατί πέραν όλων των άλλων προϋποθέτει τη σύμφωνη γνώμη και την καλή θέληση της Τουρκίας. «Αυτό είναι βασικό ζητούμενο και προϋπόθεση για κάθε διευθέτηση», σημείωσε ο Νίκος Κατσουρίδης, ο οποίος ανέφερε ότι είναι κεφαλαιώδους σημασίας, στα πλαίσια της στρατηγικής για την επίλυση του προβλήματος η κατανόηση του αντιπάλου, των αδυναμιών και των δυνατοτήτων του, ο καθορισμός των στόχων και η πραγματοποίηση τους. «Αυτό  το σύμπλεγμα εργαλείων, δρόμων, μεθόδων και τρόπων συνιστά την τακτική ενός αγώνα», υπογράμμισε στο πλαίσιο της ομιλίας του. «Η Κύπρος είναι  θύμα εισβολής και κατοχής, άρα ο στρατηγικός στόχος, πρώτιστος και αυτονόητος», σημείωσε ο κ. Κατσουρίδης «είναι η απελευθέρωση και επανένωση της, δηλαδή η αποκατάσταση και ολοκλήρωση, ανεξαρτησίας,  κυριαρχίας και εδαφικής  ακεραιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας». Εξηγώντας ότι όταν ο ίδιος αναφέρεται στον όρο «σωστή λύση», εννοεί λύση που «υλοποιεί τους διακηρυγμένους στρατηγικούς στόχους του λαού μας», σημείωσε ότι μια μη λειτουργική και ασφαλής λύση ή μια λύση δύο κρατών, «συνιστούν ολοκλήρωση της καταστροφής». 

Από το 1963 και μετά, κατά τον ίδιο, το Κυπριακό περιλαμβάνει δύο πτυχές, ήτοι τη διεθνή (στην οποία εμπίπτουν και η κατάργηση εγγυήσεων και αποχώρηση κατοχικών και ξένων στρατευμάτων) και την εσωτερική, η οποία αφορά στη ρύθμιση των σχέσεων των δύο κοινοτήτων. Σήμερα, σημείωσε ο κ. Κατσουρίδης, είναι και πάλι ενώπιον μας η ρύθμιση των σχέσεων των δύο κοινοτήτων, αλλά με μια ουσιαστική διαφορά, η οποία έμελλε να «βασανίζει»  το κυπριακό από μια στιγμή και εντεύθεν. Ενώ όπως είπε, μέχρι ενός χρονικού σημείου η  εσωτερική πτυχή σχετιζόταν βασικά με την δικοινοτικότητα, εντούτοις «από ένα σημείο και μετά, στο κεφάλαιο ρύθμιση των σχέσεων των δύο κοινοτήτων εντός του κυπριακού κράτους εντάχθηκε και το μήλον της έριδος, η διζωνικότητα».

«Ορφανές» συνομιλίες

Ορθά, παρατήρησε ο κ. Κατσουρίδης, το πλαίσιο λύσης στο Κυπριακό  ήταν και παραμένουν στα Ηνωμένα Έθνη, «υπό την αιγίδα και την προσφορά των καλών υπηρεσιών του Οργανισμού, αλλά πρωτίστως στη βάση των αρχών και αξιών του και των περί Κύπρου αποφάσεών του».  Πρόσθεσε ότι από το 2004 το πλαίσιο αυτό ενισχύθηκε από τις αρχές και αξίες και τις σχετικές αποφάσεις της ΕΕ, στην οποία επιθυμεί «να ενταχθεί διακαώς και η τ/κ κοινότητα, άρα θα έπρεπε να επιδιώκει την εφαρμογή των αρχών και αξιών της και στην Κύπρο».

Στο πλαίσιο της ομιλίας του, ο κ. Κατσουρίδης ανέφερε ότι «οι συνομιλίες, μέρος της τακτικής, εργαλείο για επίτευξη συμφωνίας, με την πάροδο του χρόνου, έμειναν ορφανές», εξηγώντας ότι δεν υλοποιούνται τα υπόλοιπα σημεία της τακτικής που υιοθετήθηκαν από την πολιτική ηγεσία μετά το 1974.  Υπενθύμισε ότι, τα κοινώς αποδεκτά σημεία της τακτικής περιλάμβαναν διεθνοποίηση του Κυπριακού (δηλαδή, μεταφορά του σε όλα τα διεθνή βήματα, κύρια στον ΟΗΕ και από το 2004 ΕΕ, προβολή του προβλήματος μας σε όλον τον πλανήτη, κινητοποιήσεις και γενικώς δράσεις υπέρ της Κύπρου όπου είναι δυνατόν), συνομιλίες με την τ/κ κοινότητα για επίλυση της εσωτερικής πτυχής και διεθνή διάσκεψη στα πλαίσια του ΟΗΕ για επίλυση της διεθνούς πτυχής.  Η εν λόγω τακτική, σύμφωνα με τον ίδιο, περιλάμβανε επίσης ενίσχυση του εσωτερικού μετώπου για να στηριχθούν οι πρώτες δύο επιλογές (μέσω ενότητας στο εσωτερικό, ισχυρή οικονομία και αμυντική θωράκιση και επαναπροσέγγιση με τους Τουρκοκυπρίους «ως μοχλού προετοιμασίας της λύσης αλλά και μετέπειτα εφαρμογής της». Στη σφαίρα της τακτικής και της στρατηγικής μπήκε από το 2008 και το θέμα των ενεργειακών αποθεμάτων, πρόσθεσε. 

Το μέλλον των συνομιλιών

«Ενώ από τη μια η παρέλευση του χρόνου, ενισχύει και παγιώνει τα διχοτομικά τετελεσμένα από την άλλη η Τουρκία μένει αμετακίνητη στους στόχους της», υπογράμμισε ο κ. Κατσουρίδης, σημειώνοντας την αναγκαιότητα επανέναρξης των συνομιλιών.  «Αναγκαία για επίτευξη λύσης είναι όμως και η αλλαγή στοχοθέτησης από πλευράς Τουρκίας», πρόσθεσε, υποδεικνύοντας ότι η Τουρκία επιδιώκει πλέον φανερά λύση δύο κρατών, «ίσως με ένα συνομοσπονδιακό μεταβατικό στάδιο». Περαιτέρω, υποστήριξε ότι αναγκαία προϋπόθεση είναι «να τερματιστεί η τουρκική παρουσία στην κυπριακή ΑΟΖ και οι ενέργειες στις οποίες προβαίνει». Παράλληλα, χρήζει εξήγησης, κατά τον Ν. Κατσουρίδη, η αναφορά Γκουτέρες περί «νέων ιδεών». Κυρίως, συνέχισε, θα πρέπει η Τουρκία να αποδεχτεί επίσημα, στο τραπέζι των συνομιλιών, τον στόχο της επιδιωκόμενης λύσης –ότι δηλαδή εδράζεται στο πλαίσιο των αποφάσεων του ΟΗΕ, με στόχο τη δημιουργία ενός κράτους, και όχι δύο, με μια και μόνη κυριαρχία, ιθαγένεια, διεθνή προσωπικότητα και όλα όσα αποτελούν τις αρχές λύσης που υιοθετούν ΟΗΕ και ΕΕ. «Όλα όσα αποδίδουν φυσιολογικό κράτος, αλλιώς οι συνομιλίες θα είναι παράλληλοι μονόλογοι» ανέφερε καταληκτικά. 

 

Home