Κατεβάστε τώρα το application της Offsitenews για Android & για iOS
Group google play
Group app store
mobile app

Παραδειγματικές αποζημιώσεις... αποτροπιασμού διέταξε το Ανώτατο

Της Νάταλι Μιχαηλίδου
- 08.06.2019

Παραδειγματικές αποζημιώσεις... αποτροπιασμού διέταξε το Ανώτατο

Thumbnail
Σχεδόν €400.000 θα πληρώσει το κράτος για συμπεριφορές που κατέστησαν
ένα υγιή νεαρό άτομο 25 ετών, ψυχικό ράκος

Ερωτήματα που τέθηκαν κατά «ανεπίτρεπτο τρόπο», θέσεις που δεν είναι κατανοητές και σφάλμα στον καθορισμό της αποζημίωσης που επιδικάστηκε εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας για υπόθεση ξυλοδαρμού, εντόπισε το τριμελές  Εφετείο. Εφτά χρόνια μετά την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, το Ανώτατο Δικαστήριο, παραμέρισε την πρωτόδικη κρίση ως προς τα αποδοθέντα ποσά και εκτόξευσε τις συνολικές αποζημιώσεις από 140 σε 376 χιλιάδες ευρώ.

Απρόκλητη, παράνομη επίθεση

Αξιώνοντας γενικές, αυξημένες και τιμωρητικές αποζημιώσεις για ζημιές και σωματικές βλάβες που υπέστη συνεπεία ξυλοδαρμού του από μέλη της Αστυνομίας, ο ενάγοντας καταχώρισε αγωγή εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας δέκα χρόνια μετά το συμβάν

Ειδικότερα, ο ενάγων αποτάθηκε στο Δικαστήριο αποζητώντας θεραπεία για ανοίκεια επίθεση εναντίον του, σε περιστατικό που έλαβε χώρα στις 30 Ιουλίου 1999, σε δημόσιο χώρο αρχικά στην πλατεία Ηρώων και στη συνέχεια εντός του κεντρικού αστυνομικού σταθμού Λεμεσού. Το θύμα ήταν ηλικίας 25 ετών, έγγαμος και πατέρας ενός ανηλίκου τέκνου.  Εργαζόταν σε ιδιωτική εταιρεία ως εργάτης και κατά τις νυκτερινές ώρες ασχολείτο με το μπουζούκι παίζοντας μουσική σε νυκτερινά κέντρα τρεις φορές την εβδομάδα. Με βάση όσα τέθηκαν ενώπιον Δικαστηρίου, «ως αποτέλεσμα της παράνομης επίθεσης προκλήθηκαν σωματικές βλάβες στον εφεσείοντα με εκδορές, εκχυμώσεις και μώλωπες σε διάφορα μέρη του σώματος του με έντονες ζαλάδες και πονοκεφάλους» και, πλέον σημαντικό, ανέπτυξε σοβαρότατα ψυχολογικά προβλήματα σύμφωνα με τα ιατρικά πιστοποιητικά».

Τα ουσιαστικά επίδικα θέματα κατατέθηκαν ως παραδεκτά γεγονότα και η ακρόαση έλαβε χώρα μόνο σε σχέση με το ύψος των αποζημιώσεων. Η πλευρά των εναγομένων αποδέχθηκε, σύμφωνα με την απόφαση του Επαρχιακού, «την πλήρη ευθύνη για το συμβάν» και τους τραυματισμούς και ως εκ τούτου,  το Δικαστήριο κλήθηκε να αποφανθεί ως προς τις αποζημιώσεις. Η αγωγή επιδικάστηκε εν τέλει υπέρ του ενάγοντα. Συγκεκριμένα, 80 χιλιάδες ευρώ γενικές αποζημιώσεις και 60 χιλιάδες ευρώ για τη μείωση της εισοδηματικής του ικανότητας επιδικάστηκαν εναντίον του εναγόμενου, ήτοι της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Υπολογισμός αποζημιώσεων

Στην απόφασή του, το Δικαστήριο σημείωνε: «προτού προχωρήσω στον υπολογισμό των αποζημιώσεων θα ήθελα να εκφράσω τον αποτροπιασμό μου για τη συμπεριφορά των μελών της αστυνομίας οι οποίοι με τις πράξεις τους ατίμασαν το λειτούργημα τους». Και πρόσθετε: «Τα όργανα της τάξης που είναι επιφορτισμένα με την προστασία των πολιτών κακοποίησαν τον ενάγοντα σωματικά και ψυχικά καταχρώμενοι των εξουσιών που τους εμπιστεύθηκε η Πολιτεία. Πράξεις σαν αυτές που αμαυρώνουν την εικόνα της Αστυνομίας και κλονίζουν την εμπιστοσύνη του λαού στα όργανα της τάξης θα πρέπει να διερευνώνται με κάθε δυνατή σπουδή από τις αρμόδιες αρχές και οι ένοχοι να τιμωρούνται παραδειγματικά, κάτι που δυστυχώς δεν έγινε στη συγκεκριμένη περίπτωση». Χαρακτηρίζοντας την τότε υπό κρίση υπόθεση ως «περίπτωση που πρόκειται για κακοποίηση η οποία παραβιάζει τα συνταγματικά δικαιώματα του ενάγοντα», το Δικαστήριο ανέφερε ότι «ο ενάγοντας κακοποιήθηκε από την αστυνομία σε δύο τουλάχιστον περιπτώσεις χωρίς καμία αιτία, χωρίς κανένα λόγο» και ότι «η ύπαρξη και η υπόστασή του εξευτελίστηκαν και έκτοτε ζει ως ανέφερε χαρακτηριστικά και ο συνήγορος του, στο περιθώριο». Ο ψυχικός του κόσμος έχει διασαλευθεί και ζει απομονωμένος από το κοινωνικό περιβάλλον, σημείωνε ως περαιτέρω εύρημα το Δικαστήριο, το οποίο στη συνέχεια διευκρίνιζε ότι το έργο του στην υπό κρίση υπόθεση, δηλαδή ο υπολογισμός των αποζημιώσεων, ήταν «αρκετά δύσκολο καθότι δεν υπάρχει νομολογία επί του θέματος με παρόμοια γεγονότα από την οποία θα μπορούσε να αντληθεί καθοδήγηση». Κάνοντας λόγο για «υπόθεση με κάπως ιδιαίτερα γεγονότα» και θεωρώντας ότι «κάποια άλλα θέματα έχουν παραμείνει αδιευκρίνιστα», το Επαρχιακό Δικαστήριο απέρριψε τη χρήση της μεθόδου του πολλαπλασιαστή και πολλαπλασιαστέου, κρίνοντας ότι δεν τέθηκαν ενώπιόν του όλα τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για την εφαρμογή της. Κατά την απόφαση «κανένα στοιχείο έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου κατά πόσο ήταν ειδικευόμενος ή ανειδίκευτος εργάτης ή η φύση των καθηκόντων του». 

Στον υπολογισμό των καταβλητέων αποζημιώσεων, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του το δημόσιο βοήθημα που λάμβανε ο ενάγοντας από την ημέρα της κακοποίησής του. Αιτιολογώντας επί του συγκεκριμένου σημείου ανέφερε ότι «πρόκειται για χρηματικό όφελος που καταβάλλεται στον ενάγοντα από τα κρατικά ταμεία, ήτοι από το κράτος, εναντίον του οποίου στρέφεται η αγωγή» και ότι μη υπολογισμός του εν λόγω ποσού «θα είχε σαν συνέπεια ο ενάγοντας να πετύχει διπλή αποζημίωση, πορεία που είναι αντίθετη προς τη βασική αρχή που διέπει την επιδίκαση αποζημιώσεων». Σημειώνοντας ότι «γεγονότα που θα ήταν ουσιαστικά για τον υπολογισμό των αποζημιώσεων σε σχέση με τη μείωση της εισοδηματικής του ικανότητας, παρέμειναν αδιευκρίνιστα», κατέληξε ότι «υπό τις περιστάσεις δεν υπάρχει ασφαλές υπόβαθρο για την υιοθέτηση της μεθόδου του πολλαπλασιαστή και του πολλαπλασιαστέου» και επιδίκασε προς όφελός του «€60.000 για μείωση της εισοδηματικής του ικανότητας και €80.000 ως γενικές αποζημιώσεις, αμφότερα τα ποσά φέροντα  νόμιμο τόκο από την ημέρα καταχώρησης τα αγωγής, ήτοι, στις 17.2.2009».

Τέσσερις λόγοι έφεσης

Αναφέροντας ότι «πρόκειται στην ουσία για λόγους που αφορούν την κατάληξη του Δικαστηρίου ως προς την ορθότητα του συνυπολογισμού και αφαίρεσης του δημοσίου βοηθήματος που λαμβάνει ο εφεσείων, της απουσίας μεθόδου πολλαπλασιαστή για τον καθορισμό της αποζημίωσης με αποτέλεσμα τη λανθασμένη κατάληξη και το χαμηλό ποσό που δόθηκε ως κατ’ αποκοπή ποσό για απώλεια μελλοντικών εισοδημάτων και την απόρριψη τιμωρητικών αποζημιώσεων», η Δικηγόρος της Δημοκρατίας (Ε. Φλωρέντζου) απέρριψε το περιεχόμενο όλων των λόγων έφεσης. Η έφεση καταχωρίσθηκε από το δικηγορικό γραφείο Ευστάθιος Κ. Ευσταθίου στις 6 Δεκεμβρίου 2012. Ως πρώτος λόγος έφεσης (που αιτιολογήθηκε βάσει του Άρθρου 65 του Πεί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148) τέθηκε ότι, «εσφαλμένως το Δικαστήριο κατέληξε ότι από το ποσό που εδικαούτο ο εφεσείων, θα έπρεπε να συνυπολογιστεί προς μείωση του τελικού ποσού αποζημίωσης, το δημόσιο βοήθημα που λαμβάνει ο ενάγων συνεπεία της ανοίκειας επίθεσης των αστυνομικών, των τραυμάτων τα οποία υπέστη και των μονίμων σωματικών βλαβών από τις οποίες υποφέρει μέχρι σήμερα». Η αμφισβήτηση παραδεκτών γεγονότων, που οδήγησε το πρωτόδικο Δικαστήριο «στο εσφαλμένο εύρημα ότι θα έπρεπε να περιοριστεί σ’ ένα κατ’ αποκοπή μισθό», αντί να προβεί σε καθορισμό της αποζημίωσης «στη βάση της αντικειμενικής μεθόδου του πολλαπλασιαστή και πολλαπλασιαστέου της απώλειας εισοδημάτων», αποτέλεσε τον δεύτερο λόγο έφεσης. Διαζευκτικώς τέθηκε ότι το ποσό ήταν ούτως ή άλλως ιδιαζόντως χαμηλό και κατώτερο του ποσού το οποίο θα έπρεπε να αποδοθεί «λαμβανομένου υπόψη των ανυπέρβλητων τραυμάτων, σωματικών βλαβών και παρενεργειών αυτών, τα οποία καθιστούσαν αδύνατη την εκ μέρους του εφεσείοντος απόλαυση του υπολοίπου της ζωής του». Τελευταίος λόγος έφεσης που τέθηκε από τους συνηγόρους του εφεσείοντα ήταν ότι «το Δικαστήριο εσφαλμένως απέρριψε την επιδίκαση στον εφεσείοντα ποσού το οποίο εδικαιούτο υπό μορφή αυξημένων και τιμωρητικών αποζημιώσεων». Από την πλευρά της, η εφεσίβλητη Δημοκρατία αναγνωρίζοντας «το ατυχές περιστατικό που συνέβη στον εφεσείοντα», εισηγήθηκε ότι η πρωτόδικη απόφαση ήταν απόλυτα ορθή και ότι η ίδια «όταν συνέλεξε τα απαραίτητα γεγονότα, έστω με καθυστέρηση, αποδέχθηκε την ευθύνη που της αναλογούσε, η οποία ευθύνη είναι μεν αναντίλεκτη, αλλά οι πράξεις των μελών της αστυνομίας δεν θα μπορούσαν να κριθούν ως αντανακλούσες σε αξιόμεμπτη συμπεριφορά του κράτους, ενώ η αγωγή δεν ηγέρθηκε και προσωπικά εναντίον των προσώπων που προκάλεσαν την κακοποίηση».

Η κρίση του Ανωτάτου

Σταχυλογώντας εν πρώτοις τα παραδεκτά γεγονότα της υπόθεσης, το Ανώτατο Δικαστήριο (Ναθαναήλ, Σταματίου, Πούγιουρου) προχώρησε στην εξέταση των παραμέτρων της έφεσης. Πρόδηλο, σύμφωνα με την πρόσφατη απόφαση «ότι το Δικαστήριο έσφαλε στην απόδοση ενός κατ΄ αποκοπήν ποσού αντί της εφαρμογής της ορθόδοξης νομολογιακής προσέγγισης στην αναζήτηση των γενικών αποζημιώσεων με τη χρήση πολλαπλασιαστή και πολλαπλασιαστέου», καθότι υπήρχαν και τα δύο δεδομένα, δηλαδή το ύψος των απολαβών του εφεσείοντα και η ηλικία του, τα οποία είχαν καταγραφεί και στην απόφαση. «Δεν είναι όμως κατανοητό γιατί τα παρέκαμψε» σημειώνουν οι Δικαστές του Ανωτάτου, κρίνοντας ότι το Επαρχιακό «έθεσε κατά ανεπίτρεπτο τρόπο ερωτήματα ως προς ό,τι δηλώθηκε, αμφισβητώντας την υπόσταση και σαφήνεια τους για να καταλήξει ότι προέκυπταν ασάφειες, ενώ οι παραδοχές πρέπει να είναι σαφώς διατυπωμένες». 

Τα παραδεκτά γεγονότα, όπως προστίθεται, ήταν σαφώς διατυπωμένα και δεν άφηναν την παραμικρή αμφιβολία ως προς την επίπτωση τους, συνεπώς «δεν δικαιολογείτο το Δικαστήριο να έθετε προς τον εαυτό του ερωτήματα του τύπου κατά πόσον ο εφεσείων ήταν ειδικευόμενος ή ανειδίκευτος εργάτης ή ως προς τη φύση των καθηκόντων του».  Υπομνήοντας ότι ο πολλαπλασιαστέος, ως συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων, ήταν οι ετήσιες απολαβές του εφεσείοντας ύψους  €23.099,44 και ότι «ο πολλαπλασιαστής συναρτάται από την ηλικία και το προσδόκιμο της ζωής». Ορθώς, κατά το Ανώτατο, αποφάσισε ως προς τον συνυπολογισμό του δημοσίου βοηθήματος, ενώ με βάση τα ιατρικά πιστοποιητικά «εκείνο που προκύπτει αβίαστα είναι ότι ο εφεσείων από την ημερομηνία του επεισοδίου και για το προβλεπτό μέλλον, είναι ουσιαστικά ανίκανος για εργασία». Συναφώς, κατέληξε, ότι «το σύνολο των αποζημιώσεων από πλευράς μελλοντικών απωλειών εισοδημάτων είναι το ετήσιο συμφωνηθέν από τους διαδίκους ποσό των €23.099,44 επί 15 έτη, ίσον €346.491,60».

Τιμωρητικές αποζημιώσεις

«Το θέμα εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου» σημείωνε στην απόφασή του το Επαρχιακό Λευκωσίας αναφορικά με τις αυξημένες και τιμωρητικές αποζημιώσεις που αξίωνε το θύμα από το 2009. «Το Δικαστήριο δύναται να επιδικάσει τέτοιας φύσης αποζημιώσεις που είναι γνωστές και ως «παραδειγματικές» όταν η συμπεριφορά του εναγομένου είναι τόσο εξωφρενική που χρήζει τιμωρίας, ήτοι όταν η συμπεριφορά του φανερώνει κακεντρέχεια, απάτη, σκληρότητα ή θρασύτητα». Παρά ταύτα, παραπέμποντας σε αγγλική νομολογία, επισήμαινε ότι «δεν έχει καθήκον να επιδικάσει τιμωρητικές και ή παραδειγματικές αποζημιώσεις σε  κάθε περίπτωση που κάποιος λειτουργός του κράτους επιδεικνύει ανάρμοστη συμπεριφορά», έκρινε ότι δεν ενδεικνυόταν η επιδίκαση ενός επιπλέον ποσού ως αυξημένες ή τιμωρητικές αποζημιώσεις. Αιτιολογώντας το σκεπτικό, το Επαρχιακό Λευκωσίας ανέφερε ότι «οι αστυνομικοί που κακοποίησαν τον ενάγοντα δεν είναι εναγόμενοι στην παρούσα αγωγή» και ότι «καμία μαρτυρία έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου ότι το ίδιο το κράτος ενήργησε με τέτοιο ανάρμοστο τρόπο ώστε η συμπεριφορά του να χρήζει τιμωρίας». Κατά την απόφαση δεν τέθηκε «μαρτυρία ότι το κράτος ενεθάρρυνε τέτοιας φύσης ενέργειες από τα μέλη της αστυνομίας ή ότι τέτοια συμβάντα αποτελούσαν συχνό φαινόμενο βρισκόντουσαν σε έξαρση και η διεύθυνση της αστυνομίας δεν έλαβε μέτρα για την πάταξη τους». Πέραν τούτων, έλαβε υπόψη ότι «το κράτος πλήρωσε και θα συνεχίσει να πληρώνει μεγάλα ποσά για την ανάρμοστη συμπεριφορά των λειτουργών της, υπενθυμίζω ότι από το 1999 μέχρι σήμερα ο ενάγοντας λαμβάνει δημόσιο βοήθημα και ότι το κράτος αναγνώρισε την ευθύνη του. Το γεγονός δε ότι τα αισθήματα και η υπόληψη του ενάγοντα έχουν πληγεί, που αποτελεί ουσιαστικό παράγοντα για την επιδίκαση τέτοιας φύσεως αποζημιώσεις, έχει ήδη ληφθεί σοβαρά υπόψιν από το Δικαστήριο, κατά τον υπολογισμό των γενικών αποζημιώσεων». Σύμφωνα με όσα καταγράφονται στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου «το ζήτημα των παραδειγματικών αποζημιώσεων έχει απασχολήσει τα Δικαστήρια κατά καιρούς και, όπως είναι γνωστό, κύριος σκοπός των αποζημιώσεων αυτών είναι αφενός η τιμωρία του εναγομένου ως ένδειξη της απέχθειας με την οποία ο Νόμος αντιμετωπίζει τέτοιου είδους αλόγιστες συμπεριφορές και αφετέρου η αποκατάσταση του αισθήματος δικαίου». 

Ως προς την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σημειώνει ότι εσφαλμένα έκρινε ότι μπορούσε να συζητήσει ζήτημα της μη έγερσης αγωγής εναντίον των ιδίων των αστυνομικών οργάνων προσωπικά.  «Η Δημοκρατία είχε αποδεχθεί ευθύνη για τις πράξεις των μελών της αστυνομικής δύναμης, οι οποίοι κατά τον επίδικο χρόνο ήταν στην υπηρεσία της», υποδεικνύουν οι Δικαστές και συμπληρώνει ότι «δεν απαιτείτο οτιδήποτε άλλο για να στοιχειοθετηθεί η ευθύνη της Δημοκρατίας και η απόδοση τιμωρητικών αποζημιώσεων».  Συμφωνώντας αφενός με την επισήμανση ότι οι αστυνομικοί κακοποίησαν σωματικά και ψυχικά τον εφεσείοντα και καταχράστηκαν τις εξουσίες τους, το Ανώτατο αφετέρου δεν θεωρεί κατανοητή τη θέση του Δικαστηρίου ότι το ίδιο το κράτος δεν ενήργησε με ανάρμοστο τρόπο, ώστε η συμπεριφορά του να χρήζει τιμωρίας.  «Αλίμονο εάν το κράτος ενθαρρύνει τέτοιου είδους ενέργειες από τα μέλη της αστυνομίας», υπογραμμίζεται χαρακτηριστικά και υπενθυμίζει ότι σε κάθε περίπτωση παραμένει υπεύθυνο για τις πράξεις των ενεργούντων ή αντλούντων εξουσία από αυτό, όπως «ορίζεται ρητά από το Άρθρο 172 του Συντάγματος».  Κρίνοντας επιπλέον ως άνευ σημασίας το γεγονός ότι «το κράτος πλήρωσε και θα συνεχίσει να πληρώνει για την ανάρμοστη συμπεριφορά των λειτουργών της ως ανέφερε το Δικαστήριο ως μέρος της αιτιολογίας του να μην επιδικάσει τιμωρητικές αποζημιώσεις», καταλήγει ότι «οι τιμωρητικές αποζημιώσεις αποδίδονται ακριβώς για να δείξει το Δικαστήριο τον αποτροπιασμό του για τέτοιου είδους συμπεριφορές  που κατέστησαν ένα υγιή νεαρό άτομο των 25 ετών στην ουσία ένα ψυχικό ράκος». Υπό αυτό το πρίσμα, επιδίκασε το ποσό των €30.000 ως τιμωρητικές αποζημιώσεις. 

Home