Κατεβάστε τώρα το application της Offsitenews για Android & για iOS
Group google play
Group app store
mobile app

Το 1974 μέσα από στίχους επίλεκτων Κυπρίων ποιητών

Offsite Team
- 18.07.2022

Το 1974 μέσα από στίχους επίλεκτων Κυπρίων ποιητών

«Απόψε στα στενά παίζουν τον θάνατο
κάθε γωνιά φωτιά κι αγώνας.
Η Λευκωσία απόψε πολεμά
και πέφτει»

Τα γεγονότα που συντάραξαν την Κύπρο το καλοκαίρι του 1974 αναμφίβολα στιγμάτισαν -μεταξύ άλλων- και την ποιητική παραγωγή του νησιού, αφού άλλαξαν ριζικά την πραγματικότητα του τόπου μας καθώς και τον τρόπο θέασής της. Ήταν επόμενο ότι οι Κύπριοι ποιητές δεν θα έμεναν αδιάφοροι μπροστά στις τραγωδίες του πραξικοπήματος και της εισβολής, που επέδρασαν καταλυτικά στον τρόπο γραφής τους. 

Το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974 γίνεται αντιληπτό ως ένα ορόσημο στο οποίο η αθωότητα των ανθρώπων, η ομορφιά της Κύπρου και η ανεμελιά του καλοκαιριού χάθηκαν οριστικά. 

Η αφετηρία του ποιήματος του Μιχάλη Πασιαρδή είναι οι εικόνες της καλοκαιρινής Λευκωσίας πριν από την εκδήλωση του πραξικοπήματος. Η γλύκα του καλοκαιριού και η δροσιά του δειλινού δίνουν τη θέση τους στην καταστροφή και στον θάνατο.

Μιχάλης Πασιαρδής, «Λευκωσία, βράδυ 15.7.74»

Δεν είναι η Λευκωσία απόψε

η πόλη του γλυκού καλοκαιριού,

του δειλινού π’ άναβε τ’ άστρα,

αυτή που ξέραμε ως εχτές

που πίναμε σ’ ένα ποτήρι τη δροσιά της.

Απόψε στα στενά παίζουν τον θάνατο

κάθε γωνιά φωτιά κι αγώνας.

Η Λευκωσία απόψε πολεμά

και πέφτει.

Στον αντίποδα, ο Λεύκιος Ζαφειρίου πραγματοποιεί αντίστροφη πορεία, αφού ξεκινάει από τη φρίκη και τον θάνατο που βίωσε η Λευκωσία στις 15 Ιουλίου 1974, για να καταλήξει στην ανάμνηση ενός ανέμελου κυπριακού καλοκαιριού που έχει παρέλθει.  

Λεύκιος Ζαφειρίου, «15.7.1974»

Οι νεκροί βρομούσαν από ‘να

μίλι μακριά, ήταν ανελέητο

το τελευταίο καλοκαίρι -

τρυπούσε τους ίσκιους των δέντρων

τις στέγες των σπιτιών.

Φριχτό καλοκαίρι για τους ανθρώπους

μπάσαν τους νεκρούς απ’ την πίσω

πόρτα στον Άη Γιάννη,

δεν τους χωρούσαν, λέει, τα φέρετρα.

Κι ο πιτσιρικάς - πήχτρα το αίμα

στα ρούχα του - άνοιγε λάκκους,

τον χτυπούσε ο ήλιος ανελέητα

στους κροτάφους στη μνήμη

βαθιά ως το μέλλον.

Τον ήξερες αλλιώτικα

τον κυπριώτικο ήλιο,

θεία Μαρίνα, την αυγή

με τα περιστέρια στους ώμους.

Η τουρκική εισβολή στις 20 Ιουλίου 1974 και τα επακόλουθά της απασχολούν τόσο τους Ελληνοκύπριους όσο και τους Τουρκοκύπριους ποιητές. Ο Γκιουργκέντς Κορκμαζέλ εστιάζει στις λεηλασίες που διέπραξε ο τουρκικός στρατός και ομάδες Τουρκοκυπρίων, χρησιμοποιώντας το πρώτο πρόσωπο πληθυντικού για να αναδείξει τη συλλογικότητα της ευθύνης για αυτές τις πράξεις. Η προσπάθεια για εξαφάνιση του ιστορικού παρελθόντος των κατεχόμενων περιοχών, ωστόσο, υπονομεύεται από την επιστροφή των προσφύγων στα σπίτια τους, έστω και υπό την ιδιότητα των επισκεπτών.

Γκιουργκέντς Κορκμαζέλ, «Η κατάρα της λεηλασίας»

Λεηλατήσαμε τα καταστήματά τους

Χαλάσαμε τ’ αγάλματά τους

Λογχίσαμε τα γουρούνια τους και τα κάψαμε

μαζί με τις φωτογραφίες των παιδικών τους χρόνων.

Μολώσαμε τα χαντάκια τους

Ισοπεδώσαμε με μπουλντόζες τους τάφους τους

και χτίσαμε απάνω τους γήπεδα ποδοσφαίρου

Κατεδαφίσαμε πλίθινους τοίχους γεμάτους με τις μνήμες τους.

Κόψαμε τα δέντρα τους. Σκοτώσαμε ακόμα και τις σκιές τους.

Νομίσαμε πως δεν θα επιστρέψουν ποτέ.

Και γύρισαν κρατώντας στα χέρια τους

το κλειδί της πόρτας μας...

Από την πλευρά του, ο Τζενάν Σελτσούκ δίνει μια αποτροπιαστική εικόνα της Αμμοχώστου μετά την κατάληψή της από τον τουρκικό στρατό τον Αύγουστο του 1974. Τίποτα δεν είναι το ίδιο πλέον, αφού η πόλη περιγράφεται ως εξαντλημένη και ταπεινωμένη.

Τζενάν Σελτσούκ, «Αμμόχωστος»

Με μια στρατιωτική επιχείρηση είχαν εκτοπιστεί

οι ωοθήκες της. Τώρα ένας ασυννέφιαστος ουρανός

οι συνουσίες μας.

Για να κρύψει τους μώλωπές της από τον βασανισμό

της Ιστορίας, τυλίγει γύρω απ’ τον λαιμό της

σαν οχυρό το μαντήλι της.

Θρεμμένη με τα περιττώματα της προδοσίας

εξαντλημένη, ταπεινωμένη, δεν ανταποκρίνεται

από δω και πέρα στους βιασμούς.

Σμήνη από πρασινωπές μύγες

βυθίζουν τις κάμπιες στο λιμάνι

που το σκεπάζουν πλεούμενα πολέμου.

Ο κορυφαίος Κύπριος ποιητής, Κώστας Μόντης, μέσα από ποιήματά του εξέφρασε τη βαθιά του οδύνη για την τουρκική εισβολή ενώ χαρακτηριστικά αναφέρεται στη θάλασσα της Κερύνειας γράφοντας ότι «είναι δύσκολο να πιστέψω πως μας τους έφερε η αγαπημένη θάλασσα της Κερύνειας». Καλεί επίσης τον Πενταδάκτυλο να ανασηκώσει την πλάτη και να τους αποσείσει. Στο ποίημα που ακολουθεί περιγράφει το μάταιο του Τούρκου κατακτητή να παραμείνει εσαεί στη μισή Κύπρο. Ο Κώστας Μόντης απευθύνεται στους εισβολείς και τους θυμίζει ότι πολλοί ήταν οι κατακτητές που πέρασαν από την Κύπρο αλλά δεν έμεινε ούτε ένας για δείγμα...

Κώστας Μόντης, «Προς Τούρκους εισβολείς»

Κι αυτή η σελήνη η ματωμένη και μισή

που μας την κουβαλήσατε!

Αλήθεια πέστε μου, μετρήσατε

πόσοι άλλοι πέρασαν απ’ το νησί

πριν από εσάς πανίσχυροι κ’ επιφανείς

κι ούτε για δείγμα καν δεν έμεινε κανείς;

Από την άλλη ο ομότεχνός του Κυριάκος Χαραλαμπίδης στο ποίημα «Εισβολή – Εκβολή» γράφει ότι «Ένα καράβι μπήκε στη στεριά/ και προχωρεί με θάλασσα από πίσω./ Σιγά σιγά τ’ αυλάκι μεγαλώνει/ και κάνει δυο νησιά – κακό καράβι» ενώ σε άλλο ποίημά του αναφέρεται σε ένα παιδί με μια φωτογραφία στο χέρι και γράφει χαρακτηριστικά:

Κυριάκος Χαραλαμπίδης, «Παιδί με μια φωτογραφία»

Παιδί με μια φωτογραφία στο χέρι

με μια φωτογραφία στα μάτια του βαθιά

και κρατημένη ανάποδα με κοίταζε.

Ο κόσμος γύρω του πολύς· κι αυτό

είχε στα μάτια του μικρή φωτογραφία,

στους ώμους του μεγάλη και αντίστροφα–

στα μάτια του μεγάλη, στους ώμους πιο μικρή,

στο χέρι του ακόμα πιο μικρή.

Από την πλευρά της, η Νίκη Κατσαούνη προτιμά να θυμάται την ομορφιά της γενέθλιας πόλης της πριν από τον όλεθρο. Η ποιήτρια παραθέτει εικόνες γεμάτες από χρώματα και μυρωδιές, ήλιο και θάλασσα, συντηρώντας έτσι τη μνήμη μιας ωραίας και ξεχωριστής πόλης πριν από τα γεγονότα του 1974. 

Νίκη Κατσαούνη, «Μνήμη Αμμοχώστου»

Κι ύστερ’ ανοίγει τα παράθυρα

και μπαίνει

αγκάλες ήλιου

και κλωνάρια φεγγαριού

μες στα σεντόνια τα σκορπάει

κι ευωδιάζουν σαν άστρα

σε λιβάδια τ’ ουρανού.

Κι ύστερα κλείνει τα παράθυρα

και μένει

μελτέμι μέντας

που ξεστράτισε γι’ αλλού

κι άλλαξε γνώμη, «εδώ μ’ αρέσει», λέει

μοιάζει σαν θάλασσα, σαν μύθος

του βυθού,

που κρύβονταν μες σ’ όστρακο αρχαίο

και δεν γινότανε να ειπωθεί

παρά για λόγο απόκοσμο, σπουδαίο

κρυφά, γλυκά, χωρίς ν’ ακουστεί.

Ανοίγει τα παράθυρα και μπαίνει

νάμα σαν νόημα που κάπου με καλεί

άκουσμα γνώριμο από την Αγία Ζώνη

κιούλι μυρίζει και γιασεμί.

Μια διαφορετική προσέγγιση επιχειρεί ο ποιητής Θεοκλής Κουγιάλης στο ποίημά του «Η χανούμισσα Παχιρέ», στο οποίο αναπολεί το παρελθόν όταν Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι, ζούσαν ειρηνικά. Συγκεκριμένα περιγράφει την Τουρκοκύπρια συγχωριανή του, Παχιρέ, από τη Δευτερά και γράφει:

Θεοκλής Κουγιάλης, «Η χανούμισσα Παχιρέ»

Καθώς ο ήλιος διαπερνούσε τα φύλλα της καρυδιάς

και μετατόπιζε την καρδιά μας από το φως στο σκοτάδι

και ξανά πίσω στο φως,

ήταν η χανούμισσα Παχιρέ,

που άνοιγε την ποδιά της και μας φίλευε με διάφανες μαραπέλλες…

Τώρα που όλα τα πήρε ο μαύρος άνεμος

και το ρυθμικό μεταλλικό νανούρισμα από το αλακάτι του Σαλίχη

έγινε ήχος σκληρός,

η χανούμισσα Παχιρέ ζωντανεύει ξανά,

για να γεμίζει την καρδιά μου με μια δροσερή μενεξεδένια ανάμνηση…

Με το πιο γνωστό της ποίημα να είναι το «Ποιο μισό», το οποίο μάλιστα μελοποιήθηκε από τον Μάριο Τόκα και ευρέως ερμηνεύεται σε αντικατοχικές και επετειακές εκδηλώσεις, η Νεσιέ Γιασίν σε ένα άλλο της ποίημα συνδέει τον θάνατο του πολέμου με ένα νέο έρωτα που αναδύεται.

Νεσιέ Γιασίν, «Η μεγάλη λέξη»

Όταν το ποίημα πει τη μεγάλη λέξη

μονομιάς τα όπλα σταματάνε

λέξη με φωνή από

χυμένο αίμα και κραυγή πόνου

λέξη που προφέρεται από τη χορωδία των νεκρών

κι από το εξορισμένο πλήθος της ιστορίας.

Από ένα λουλούδι θα ψιθυριστεί

από το σύννεφο που κλαίει στον ουρανό

από τα εκστασιασμένα κύματα της θάλασσας

και από τα παιδιά που δεν θέλουνε να πάνε στον στρατό.

Εκείνη τη μέρα, ένας νέος έρωτας θα αναδυθεί

απ’ τους θαλάσσιους αφρούς

απροσδιόριστης εθνικότητας.

Ο πόλεμος θα πεθάνει από ντροπή

καθώς η σιωπή θα παίρνει εκδίκηση από την ιστορία

και οι μαγικές λέξεις

θα φιλήσουν τον άνεμο της αγάπης.

Αν η προδοσία στη μισή πατρίδα

φτάσει σε ολόκληρη

ο εθνικισμός θα σε κάνει

να σε προδώσω.

ΚΥΠΕ

Home