Τι σημαίνει η λέξη χαβαλές

χαβαλές ο [xavalés] : (οικ.) ευχάριστη συζήτηση που συνήθ. κρατάει πολλές ώρες: Πάμε για χαβαλέ στο σπίτι μου. Kάναμε χαβαλέ ως αργά το βράδυ, χαβαλεδιάζαμε. 

[χαβαλέ -ς]

Πηγή: Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής